Ελισάβετ

Ελισάβετ
Ελισάβετ η
Елисавета –
1) имя некоторых святых жен Православной Церкви, среди них супруга Захарии и мать святого Иоанна Предтечи;
2) имя некоторых иператриц, цариц;
3) женское имя
Этим.
< евр. Eliseva «мой Бог есть щедрый», то есть Бог, приносящий изобилие

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Ελισάβετ" в других словарях:

  • Ελισάβετ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αγία από τη φυλή του Λευί, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν συγγενής της Θεοτόκου και σύζυγος του ιερέα Ζαχαρία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν και η Ε. δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και… …   Dictionary of Greek

  • Ελισάβετ — η κύρ. όν. γυναικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγίων Φωτεινής και Ελισάβετ, μονή — Γυναικείο ησυχαστήριο στην Ύδρα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης …   Dictionary of Greek

  • Ρεμιζά, Κλάρα-Ελισάβετ — (Remusat, 1780 – 1821). Γαλλίδα συγγραφέας απομνημονευμάτων. Πνευματώδης γυναίκα, σύχναζε στις κοσμικές συγκεντρώσεις της Ιωσηφίνας ντε Μποαρνέ. Παντρεύτηκε τον κόμη ντε Ρεμιζά το 1796. Το 1802, μετά την ανακήρυξη του Ναπολέοντα σε πρώτο ύπατο,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία Στιούαρτ — (Mary Stewart, Λίνλιθγκοου 1542 – Φόδερνινχεϊ 1587). Βασίλισσα της Σκοτίας (1542 67). Ήταν κόρη του Ιακώβου E’ της Σκοτίας και της Μαρίας της Λορένης, αναλαμβάνοντας τον σκοτικό θρόνο σε ηλικία μόλις λίγων ημερών. Ανατράφηκε ως καθολική στην αυλή …   Dictionary of Greek

  • Χρηστομάνος, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1867 – 1911). Έλληνας λογοτέχνης και θεατρικός σκηνοθέτης. Φοίτησε για ένα διάστημα στην ιατρική σχολή της Αθήνας και ύστερα στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Βιέννης (1888). Από μια παράξενη συγκυρία έγινε δάσκαλος της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… …   Wikipedia

  • Έσεξ, Ρόμπερτ Ντέβερο, κόμης του- — (Robert Devereux Essex, 1566 – 1601). Άγγλος στρατηγός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι και εμφανίστηκε στην αγγλική αυλή το 1584, όπου διακρίθηκε για την ομορφιά του και το πνεύμα του. Με την εύνοια της βασίλισσας Ελισάβετ κατετάγη… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… …   Dictionary of Greek

  • Елизавета — стар. Елисавета, др. русск., ст. слав. Ѥлисавеθ|?|ь Ελισαβέτ, совр. народн. Олисава, арханг. (Подв.). Из греч. Ελισαβέτ, с а из имен собств. ж. р. По имени императрицы Елисаветы был назван и город на Украине Елисаветград (1754 г.) (см. Семенов,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»